- ευσύνθετος
- εὐσύνθετος, -ον (ΑΜ)αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένοςμσν.1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικόςαρχ.1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσύνθετονη ιδιότητα τού ευσύνθετου.επίρρ...εὐσυνθέτως (ΑΜ)με καλή σύνθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύν-θετος].
Dictionary of Greek. 2013.